ὀλιγαρχικοῦ

ὀλιγαρχικοῦ
ὀλιγαρχικός
oligarchical
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ολιγαρχικού 2. η πολιτική κατάσταση τής ολιγαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγαρχικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὀλιγαρχικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τιμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός από το Ταυρομένιο (Ταορμίνα) της Σικελίας (346 250 π.Χ.). Ο τύραννος των Συρακουσών, Αγαθοκλής, τον εξόρισε, και αυτός πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ρητορική και πέρασε εκεί 50 χρόνια της ζωής του. Δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αντιφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Αθηναίος (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος σοφιστής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και αναφέρεται κυρίως από τον Ξενοφώντα. Από το έργο του διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Αναφέρονται ως έργα… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Δεινοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας (4ος αι. π.Χ.). Γεννήθηκε στη Μακεδονία ή στη Ρόδο. Με διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δ. οροθέτησε το σχέδιο της Αλεξάνδρειας, σχεδιάζοντας, σύμφωνα με την παράδοση, τη γραμμή των τειχών της με μία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”